-
1 γέφυρα
η прям., перен. мост;πλωτή γέφυρα — понтонный мост κρεμαστή (κινητή) γέφυρα — висячий (разводной) мосг;
αίρομένη ( — или σηκωτή) γέφυρα — подъёмный мост;
εναέριος γέφυρα — воздушный мост;
γέφυρα του καπετάνιου — капитанский мостик;
κάνω ( — или κατασκευάζω) γέφυρα — строить мост;
развести мост;απλώνω γέφυρα перен. — наводить мосты;
η πολιτική των γεφυρών политика наведения мостов -
2 мост
мост м το γεφύρι, η γέφυρα* понтонный \мост η πλωτή γέφυρα* * *мτο γεφύρι, η γέφυραпонто́нный мост — η πλωτή γέφυρα
-
3 мост
-а κ. -а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы α.1. γέφυρα, γεφύρι•пешеходный мост πεζογέφυρα•
железнодорожный мост σιδηροδρομική γέφυρα•
висячий, цепмой мост κρεμαστή γέφυρα•
понтонный мост πλοιόζευκτη γέφυρα•
деревянный мост ξύλινη γέφυρα•
мост из подручного мэ-териала πρόχειρη γέφυρα•
пловучий мост πλωτή γέφυρα•
навести мост φτιάχνω, ρίχνω γέφυρα, γεφυροποιώ.
2. το κατάστρωμα της γέφυρας, το σανίδωμα.3. γέφυρα δοντιών. -
4 плавучий
плаву́ч||ийприл ἐπιπλέων, πλωτός:\плавучийая льдина τό ἐπιπλέον παγόβουνο· \плавучий мост ἡ πλωτή γέφυρα. -
5 πλωτός
-
6 наплавной
επ.πλωτός, λεμβόζευκτος•наплавной мост πλωτή γέφυρα.
-
7 плавучий
επ.επιπλέων πλωτός•плавучий маяк επιπλέων φάρος•
плавучий материал επιπλέον υλικό•
плавучий мост πλωτή γέφυρα.
-
8 понтон
-а α.1. πλοιάριο (για στήριξη γέφυρας). || πλωτή γέφυρα (με πλοιάρια).2. κενό σώμα.3. παλαιό πλοίο χρησιμοποιούμενο ως κάτεργο. -
9 понтонный
-
10 мост
1. стр. η γέφυραвоздушный горн. - η αερογέφυραплавучий - см. наплавной -2. (авто) η γέφυρα, ο άξονας των τροχών των αυτοκινήτων 3. эл. η γέφυρα της ανόρθωσης 4. (планка, на которой укрепляется ряд искусственных зубов) η γέφυρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мост
-
11 поплавок
-вка α.1. ο φελός της πετονιάς. || αντικείμενο επιπλέον.2. κατασκεύασμα πάνω από την επιφάνεια του νερού.3. συσκευή πλωτή•мост на -ах πλωρή γέφυρα.
4. πλωτήρας υδροπλάνου.
См. также в других словарях:
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
πλωτός — ή, ό / πλωτός, όν, ΝΜΑ [πλώω] 1. αυτός που πλέει, που επιπλέει στην επιφάνεια τού νερού 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσει νεοελλ. φρ. α) «πλωτή δεξαμενή» (ναυπ.) τύπος δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίες β) «πλωτή γέφυρα» γέφυρα που… … Dictionary of Greek
Μανδροκλής — (6ος αι. π.Χ.). Μηχανικός και αρχιτέκτονας. Καταγόταν από τη Σάμο. Προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Δαρείο A’, βασιλιά των Περσών, κατασκεύασε στον Βόσπορο μια πλωτή γέφυρα μήκους 120 σταδίων (1 στάδιο = περίπου 180 μέτρα) η οποία, σύμφωνα με τον … Dictionary of Greek
πλωτός — ή, ό 1. για υδάτινες επιφάνειες, αυτός που μπορεί να διανυθεί με πλεούμενο: Πλωτός ποταμός. 2. αυτός που κινείται πάνω στο νερό, που πλέει: Πλωτή γέφυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό … Dictionary of Greek